- υδραγωγός
- -ο, / ὑδραγωγός, -όν, ΝΜΑαυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» — ο υδροσωλήναςβ. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.)νεοελλ.(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγόςα) τεχνολ. αγωγός με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο νερό από το υδραγωγείο στον τόπο διανομής και κατανάλωσηςβ) ανατ. ονομασία ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων3. φρ. α) «υδραγωγός τού Σύλβιους» ή «συλουίειος υδραγωγός»ανατ.πόρος μέσω τού οποίου επικοινωνεί η τρίτη με την τέταρτη κοιλία τού εγκεφάλου και διά μέσου τού οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο υγρόβ) «υδραγωγός τού κοχλία»ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο τού λαβυρίνθου στο έσω αφτίγ) «υδραγωγός τής αίθουσας»ανατ. οστέινος σωλήνας που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο τού λαβυρίνθου στο έσω αφτίαρχ.1. (για τόπο) γεμάτος νερό2. το αρσ. ως ουσ. α) άτομο που μεταφέρει νερό, υδροφόροςβ) υδραγωγείογ) κατασκευαστής ή διευθυντής υδραγωγείωνδ) αυτός που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα νερούε) διουρητικό φάρμακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ἀγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.